- μαχαιροπίρουνο
- το1. ζεύγος από επιτραπέζιο μαχαίρι και πιρούνι2. στον πληθ. τα μαχαιροπίρουνασύνολο από επιτραπέζια μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαχαιροπίρουνο — το 1. μαχαίρι και πιρούνι μαζί. 2. στον πληθ., τα μαχαιροπίρουνα όλα τα μαχαίρια, πιρούνια και κουτάλια που στρώνουμε στο τραπέζι: Στο επίσημο δείπνο θα χρησιμοποιήσουμε τα ακριβά μαχαιροπίρουνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek